- ζάπλουτος
- ζάπλουτοςvery richmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζάπλουτος — η, ο (Α ζάπλουτος, ον) πολύ πλούσιος, βαθύπλουτος («πολλοὶ μὲν γὰρ ζάπλουτοι ἀνθρώπων ἀνόλβιοί εἰσι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πλούτος] … Dictionary of Greek
ζάπλουτος — η, ο πολύ πλούσιος, βαθύπλουτος: Ζάπλουτος βασιλιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζάπλουτον — ζάπλουτος very rich masc/fem acc sg ζάπλουτος very rich neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαπλούτοις — ζάπλουτος very rich masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαπλούτους — ζάπλουτος very rich masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαπλούτων — ζάπλουτος very rich masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαπλούτῳ — ζάπλουτος very rich masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζάπλουτοι — ζάπλουτος very rich masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… … Dictionary of Greek
ζαπλουτώ — ζαπλουτῶ, έω (Α) [ζάπλουτος] είμαι πολύ πλούσιος … Dictionary of Greek